Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζυγώνω < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ζυγῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ζυγώνω

  1. πλησιάζω σε ένα σημείο
  2. καταφθάνω

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη πλησιάζω