ζυγώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζυγώνω < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ζυγῶ
Ρήμα
επεξεργασίαζυγώνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζυγώνω | ζύγωνα | θα ζυγώνω | να ζυγώνω | ζυγώνοντας | |
β' ενικ. | ζυγώνεις | ζύγωνες | θα ζυγώνεις | να ζυγώνεις | ζύγωνε | |
γ' ενικ. | ζυγώνει | ζύγωνε | θα ζυγώνει | να ζυγώνει | ||
α' πληθ. | ζυγώνουμε | ζυγώναμε | θα ζυγώνουμε | να ζυγώνουμε | ||
β' πληθ. | ζυγώνετε | ζυγώνατε | θα ζυγώνετε | να ζυγώνετε | ζυγώνετε | |
γ' πληθ. | ζυγώνουν(ε) | ζύγωναν ζυγώναν(ε) |
θα ζυγώνουν(ε) | να ζυγώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζύγωσα | θα ζυγώσω | να ζυγώσω | ζυγώσει | ||
β' ενικ. | ζύγωσες | θα ζυγώσεις | να ζυγώσεις | ζύγωσε | ||
γ' ενικ. | ζύγωσε | θα ζυγώσει | να ζυγώσει | |||
α' πληθ. | ζυγώσαμε | θα ζυγώσουμε | να ζυγώσουμε | |||
β' πληθ. | ζυγώσατε | θα ζυγώσετε | να ζυγώσετε | ζυγώστε | ||
γ' πληθ. | ζύγωσαν ζυγώσαν(ε) |
θα ζυγώσουν(ε) | να ζυγώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζυγώσει | είχα ζυγώσει | θα έχω ζυγώσει | να έχω ζυγώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζυγώσει | είχες ζυγώσει | θα έχεις ζυγώσει | να έχεις ζυγώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ζυγώσει | είχε ζυγώσει | θα έχει ζυγώσει | να έχει ζυγώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζυγώσει | είχαμε ζυγώσει | θα έχουμε ζυγώσει | να έχουμε ζυγώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζυγώσει | είχατε ζυγώσει | θα έχετε ζυγώσει | να έχετε ζυγώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ζυγώσει | είχαν ζυγώσει | θα έχουν ζυγώσει | να έχουν ζυγώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη πλησιάζω