↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζυγωματικός η ζυγωματική το ζυγωματικό
      γενική του ζυγωματικού της ζυγωματικής του ζυγωματικού
    αιτιατική τον ζυγωματικό τη ζυγωματική το ζυγωματικό
     κλητική ζυγωματικέ ζυγωματική ζυγωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζυγωματικοί οι ζυγωματικές τα ζυγωματικά
      γενική των ζυγωματικών των ζυγωματικών των ζυγωματικών
    αιτιατική τους ζυγωματικούς τις ζυγωματικές τα ζυγωματικά
     κλητική ζυγωματικοί ζυγωματικές ζυγωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζυγωματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική zygomatique < ελληνιστική κοινή ζύγωμα < ζυγόω < ζυγόν / ζυγός

  Επίθετο

επεξεργασία

ζυγωματικός

  1. (ανατομία) που έχει σχέση με τα ζυγωματικά ή την γύρω περιοχή ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (ανατομία) ζυγωματικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία