ζυγόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ζυγόν | τὰ | ζυγᾰ́ |
γενική | τοῦ | ζυγοῦ | τῶν | ζυγῶν |
δοτική | τῷ | ζυγῷ | τοῖς | ζυγοῖς |
αιτιατική | τὸ | ζυγόν | τὰ | ζυγᾰ́ |
κλητική ὦ! | ζυγόν | ζυγᾰ́ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζυγώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ζυγοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαζυγόν < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *iugóm (ζυγός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ieug- (ενώνω, ζεύω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζυγόν ουδέτερο & ζυγός αρσενικό, πληθυντικός: ουδέτερο
- ζυγός] για το ζέψιμο
- το εξάρτημα της ζυγαριάς που έχει στα δύο άκρα του τις πλάστιγγες και το οποίο πρέπει να γίνει οριζόντιο για να επιτευχθεί το ζύγισμα
- παράταξη στρατιωτών σε μία γραμμή έτσι ώστε να είναι ο ένας δίπλα στον άλλο και να μην βλέπονται μεταξύ τους
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ζυγόν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζυγόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.