ζέψιμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζέψιμο | τα | ζεψίματα |
γενική | του | ζεψίματος | των | ζεψιμάτων |
αιτιατική | το | ζέψιμο | τα | ζεψίματα |
κλητική | ζέψιμο | ζεψίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζέψιμο ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ζεύω