Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
attelage attelages

  Ουσιαστικό επεξεργασία

attelage (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη atteler