Δείτε επίσης: διπλά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Επίρρημα

επεξεργασία

δίπλα

  1. στο πλάι, παραπλεύρως, δεξιά ή αριστερά και σε σχετικά κοντινή απόσταση
      μένω δίπλα σε μια εκκλησία
      κάθισε δίπλα του να σας βγάλω μια φωτογραφία
  2. (σε περιπτώσεις σύγκρισης) σε σχέση με, συγκριτικά με
      αυτός είναι κοντός δίπλα στον αδελφό του

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

δίπλα άκλιτο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δίπλα άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δίπλα οι δίπλες
      γενική της δίπλας
    αιτιατική τη δίπλα τις δίπλες
     κλητική δίπλα δίπλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δίπλες σε αλουμινόχαρτο
δίπλα < διπλ(ώνω) + (αναδρομικός σχηματισμός)
  • το γλυκό, από το σχήμα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δίπλα θηλυκό

  1. (ενδυμασία) η σούρα, η πιέτα
  2. (γλυκό) είδος γλυκίσματος παρόμοιο με την τηγανίτα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία