Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηγανίτα οι τηγανίτες
      γενική της τηγανίτας των (τηγανιτών)
    αιτιατική την τηγανίτα τις τηγανίτες
     κλητική τηγανίτα τηγανίτες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τηγανίτες με μέλι

  Ετυμολογία επεξεργασία

τηγανίτα < αρχαία ελληνική τηγανίτης (ἄρτος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τηγανίτα θηλυκό

  • (γαστρονομία) τρόφιμο (αλμυρό ή γλυκό) φτιαγμένο από χυλό που περιέχει διάφορα υλικά και τηγανισμένο σε καυτό λάδι
    Απομακρύνουμε τις τηγανίτες από το τηγάνι με τρυπητή κουτάλα και τις τοποθετούμε σε απορροφητικό χαρτί κουζίνας. Σερβίρονται σκέτες, με ζάχαρη άχνη, μέλι, μαρμελάδα ή γλυκό κουταλιού. (*)


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία