αλμυρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αλμυρός | η | αλμυρή | το | αλμυρό |
γενική | του | αλμυρού | της | αλμυρής | του | αλμυρού |
αιτιατική | τον | αλμυρό | την | αλμυρή | το | αλμυρό |
κλητική | αλμυρέ | αλμυρή | αλμυρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αλμυροί | οι | αλμυρές | τα | αλμυρά |
γενική | των | αλμυρών | των | αλμυρών | των | αλμυρών |
αιτιατική | τους | αλμυρούς | τις | αλμυρές | τα | αλμυρά |
κλητική | αλμυροί | αλμυρές | αλμυρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλμυρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἁλμυρός [1]
Επίθετο
επεξεργασίααλμυρός, -ή, -ό και αρμυρός
- που περιέχει αλάτι
- που περιέχει πολύ αλάτι ή έχει έντονη τη γεύση του αλατιού
- (μεταφορικά) ακριβός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλμυρός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αλμυρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας