Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλμυρούτσικος η αλμυρούτσικη
αλμυρούτσικια
το αλμυρούτσικο
      γενική του αλμυρούτσικου της αλμυρούτσικης
αλμυρούτσικιας
του αλμυρούτσικου
    αιτιατική τον αλμυρούτσικο την αλμυρούτσικη
αλμυρούτσικια
το αλμυρούτσικο
     κλητική αλμυρούτσικε αλμυρούτσικη
αλμυρούτσικια
αλμυρούτσικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλμυρούτσικοι οι αλμυρούτσικες τα αλμυρούτσικα
      γενική των αλμυρούτσικων των αλμυρούτσικων των αλμυρούτσικων
    αιτιατική τους αλμυρούτσικους τις αλμυρούτσικες τα αλμυρούτσικα
     κλητική αλμυρούτσικοι αλμυρούτσικες αλμυρούτσικα
Κατηγορία όπως «ζόρικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλμυρούτσικος < αλμυρ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούτσικος

  Επίθετο επεξεργασία

αλμυρούτσικος

  1. όχι πολύ αλμυρός
    είναι αλμυρούτσικο, αλλά όχι και πολύ
  2. (ευφημισμός) πολύ αλμυρός
    αλμυρούτσικη η σουπίτσα, παραέριξα αλάτι
  3. (μεταφορικά) αρκετά ακριβός
     συνώνυμα: ακριβούτσικος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αλμυρός