αρμυρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αρμυρός | η | αρμυρή | το | αρμυρό |
γενική | του | αρμυρού | της | αρμυρής | του | αρμυρού |
αιτιατική | τον | αρμυρό | την | αρμυρή | το | αρμυρό |
κλητική | αρμυρέ | αρμυρή | αρμυρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αρμυροί | οι | αρμυρές | τα | αρμυρά |
γενική | των | αρμυρών | των | αρμυρών | των | αρμυρών |
αιτιατική | τους | αρμυρούς | τις | αρμυρές | τα | αρμυρά |
κλητική | αρμυροί | αρμυρές | αρμυρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρμυρός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἁρμυρός < αρχαία ελληνική ἁλμυρός, με τροπή [l] > [r] [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.miˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐μυ‐ρός
Επίθετο
επεξεργασίααρμυρός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του αλμυρός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αρμυρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας