• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αλατώδης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλατώδης η αλατώδης το αλατώδες
      γενική του αλατώδους της αλατώδους του αλατώδους
    αιτιατική τον αλατώδη την αλατώδη το αλατώδες
     κλητική αλατώδη(ς) αλατώδης αλατώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλατώδεις οι αλατώδεις τα αλατώδη
      γενική των αλατωδών των αλατωδών των αλατωδών
    αιτιατική τους αλατώδεις τις αλατώδεις τα αλατώδη
     κλητική αλατώδεις αλατώδεις αλατώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αλατώδης < αλάτι + -ώδης

Επίθετο

επεξεργασία

αλατώδης

  • αλμυρός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη αλάτι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αλατώδης
  • → δείτε τη λέξη αλμυρός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αλατώδης&oldid=5540505"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Μαρτίου 2022, στις 19:48

Γλώσσες

    • English
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Μαρτίου 2022, στις 19:48.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας