Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλατώδης η αλατώδης το αλατώδες
      γενική του αλατώδους της αλατώδους του αλατώδους
    αιτιατική τον αλατώδη την αλατώδη το αλατώδες
     κλητική αλατώδη(ς) αλατώδης αλατώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλατώδεις οι αλατώδεις τα αλατώδη
      γενική των αλατωδών των αλατωδών των αλατωδών
    αιτιατική τους αλατώδεις τις αλατώδεις τα αλατώδη
     κλητική αλατώδεις αλατώδεις αλατώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλατώδης < αλάτι + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

αλατώδης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία