-ώδης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -ώδης < αρχαία ελληνική -ώδης < ὄζω < *οδjω
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-ώδης -ώδες
- παραγωγική κατάληξη επιθέτων που φανερώνουν οσμή
- παραγωγική κατάληξη επιθέτων που φανερώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα και συχνά αφθονία ή πλησμονή
λεξιλόγιο, λέξεις με κατάληξη -ώδης, -ώδεςΕπεξεργασία
- αγχώδης, αγχώδες
- αγωνιώδης, αγωνιώδες
- αεριώδης, αεριώδες
- αερώδης, αερώδες
- αιματώδης, αιματώδες
- αιτιώδης, αιτιώδες
- ακανθώδης, ακανθώδες
- αλματώδης, αλματώδες
- αμμοαργιλώδης, αμμοαργιλώδες
- αμμώδης, αμμώδες
- αμυλώδης, αμυλώδες
- αντιφλεγμονώδης, αντιφλεγμονώδες
- αργιλώδης, αργιλώδες
- αφθώδης, αφθώδες
- αφρώδης, αφρώδες
- βαλτώδης, βαλτώδες
- βλακώδης, βλακώδες
- βλεννώδης, βλεννώδες
- βραχώδης, βραχώδες
- βροντώδης, βροντώδες
- γαγγραινώδης, γαγγραινώδες
- γαλακτώδης, γαλακτώδες
- γελοιώδης, γελοιώδες
- γεώδης, γεώδες
- γλοιώδης, γλοιώδες
- γωνιώδης, γωνιώδες
- δαιδαλώδης, δαιδαλώδες
- δαιμονιώδης, δαιμονιώδες
- δασώδης, δασώδες
- δενδρώδης, δενδρώδες
- δηλητηριώδης, δηλητηριώδες
- δημώδης, δημώδες
- δυσώδης, δυσώδες
- εκζεματώδης, εκζεματώδες
- ελαιώδης, ελαιώδες
- ελκώδης, ελκώδες
- ελώδης, ελώδες
- εμβρυώδης, εμβρυώδες
- ενθουσιώδης, ενθουσιώδες
- ενστικτώδης, ενστικτώδες
- επουσιώδης, επουσιώδες
- εργώδης, εργώδες
- ευώδης, ευώδες
- ζαχαρώδης, ζαχαρώδες
- ηλιθιώδης, ηλιθιώδες
- θαμνώδης, θαμνώδες
- θειώδης, θειώδες
- θεμελιώδης, θεμελιώδες
- θηριώδης, θηριώδες
- θορυβώδης, θορυβώδες
- θρηνώδης, θρηνώδες
- θυελλώδης, θυελλώδες
- ιδεώδης, ιδεώδες
- ιλιγγιώδης, ιλιγγιώδες
- ινώδης, ινώδες
- ιξώδης, ιξώδες
- ιώδης, ιώδες
- κακτώδης, κακτώδες
- καρκινώδης, καρκινώδες
- καρκινωματώδης, καρκινωματώδες
- καταρρακτώδης, καταρρακτώδες
- κεφαλαιώδης, κεφαλαιώδες
- κηρώδης, κηρώδες
- κητώδης, κητώδες
- κοκκώδης, κοκκώδες
- κολλώδης, κολλώδες
- κονδυλώδης, κονδυλώδες
- κοπιώδης, κοπιώδες
- κρεμώδης, κρεμώδες
- κρυσταλλώδης, κρυσταλλώδες
- κτηνώδης, κτηνώδες
- κυματώδης, κυματώδες
- κυψελώδης, κυψελώδες
- κωματώδης, κωματώδες
- λαβυρινθώδης, λαβυρινθώδες
- λασπώδης, λασπώδες
- λευκωματώδης, λευκωματώδες
- λιθώδης, λιθώδες
- λιπώδης, λιπώδες
- λοιμώδης, λοιμώδες
- λοφώδης, λοφώδες
- λυσσώδης, λυσσώδες
- μανιώδης, μανιώδες
- μεγαλειώδης, μεγαλειώδες
- μεμβρανώδης, μεμβρανώδες
- μνημειώδης, μνημειώδες
- μυθώδης, μυθώδες
- μυστηριώδης, μυστηριώδες
- μυώδης, μυώδες
- ναρκώδης, ναρκώδες
- νευρώδης, νευρώδες
- νεφελώδης, νεφελώδες
- νηματώδης, νηματώδες
- ξυλώδης, ξυλώδες
- ογκώδης, ογκώδες
- οινοπνευματώδης, οινοπνευματώδες
- ομιχλώδης, ομιχλώδες
- ονειρώδης, ονειρώδες
- οργιώδης, οργιώδες
- ορώδης, ορώδες
- οστεώδης, οστεώδες
- ουσιώδης, ουσιώδες
- παγετώδης, παγετώδες
- παιγνιώδης, παιγνιώδες
- παιδαριώδης, παιδαριώδες
- παροιμιώδης, παροιμιώδες
- παταγώδης, παταγώδες
- πεισματώδης, πεισματώδες
- περιπετειώδης, περιπετειώδες
- πετρώδης, πετρώδες
- πνευματώδης, πνευματώδες
- πολτώδης, πολτώδες
- πομπώδης, πομπώδες
- πορώδης, πορώδες
- ποώδης, ποώδες
- πυρετώδης, πυρετώδες
- πυώδης, πυώδες
- πωρώδης, πωρώδες
- ρητινώδης, ρητινώδες
- σακχαρώδης, σακχαρώδες
- σαρκώδης, σαρκώδες
- σκανδαλώδης, σκανδαλώδες
- σκελετώδης, σκελετώδες
- σκιώδης, σκιώδες
- σπηλαιώδης, σπηλαιώδες
- σπογγώδης, σπογγώδες
- στεατώδης, στεατώδες
- στοιχειώδης, στοιχειώδες
- στομφώδης, στομφώδες
- σωματώδης, σωματώδες
- ταραχώδης, ταραχώδες
- τερατώδης, τερατώδες
- τρικυμιώδης, τρικυμιώδες
- τρομώδης, τρομώδες
- υμενώδης, υμενώδες
- υπεριώδης, υπεριώδες
- υποτυπώδης, υποτυπώδες
- φλεγμονώδης, φλεγμονώδες
- φλοιώδης, φλοιώδες
- φρικώδης, φρικώδες
- φυματιώδης, φυματιώδες
- χαώδης, χαώδες
- χειμαρρώδης, χειμαρρώδες
- χυλώδης, χυλώδες
- χυμώδης, χυμώδες
- ψαμμιτώδης, ψαμμιτώδες
- ωρολογιώδης, ωρολογιώδες