-ώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | -ώδης | η | -ώδης | το | -ώδες |
γενική | του | -ώδους | της | -ώδους | του | -ώδους |
αιτιατική | τον | -ώδη | τη(ν) | -ώδη | το | -ώδες |
κλητική | -ώδη(ς) | -ώδης | -ώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | -ώδεις | οι | -ώδεις | τα | -ώδη |
γενική | των | -ωδών | των | -ωδών | των | -ωδών |
αιτιατική | τους | -ώδεις | τις | -ώδεις | τα | -ώδη |
κλητική | -ώδεις | -ώδεις | -ώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ώδης [1]
- για σύγχρονους επιστημονικούς όρους < (διαγλωσσικοί όροι) -ode[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈo.ðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ώ‐δης
Επίθημα
επεξεργασία-ώδης, -ης, -ες
- (λόγιο) παραγωγική κατάληξη επιθέτων που φανερώνουν οσμή
- παραγωγική κατάληξη επιθέτων που φανερώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα και συχνά αφθονία ή πλησμονή
- και μειωτικό
Σύνθετα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ώδης στο Βικιλεξικό
- Όροι που λήγουν σε -ώδης — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ -ώδης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- -ώδης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- -ώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ώδης
Επίθημα
επεξεργασία-ώδης, -ης, -ες
Σύνθετα
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -ώδης < θέμα *οδ- με έκταση του -ο- σε ωμέγα λόγω της συνθετικής έκτασης. Από το ίδιο θέμα και τα ὄζω (< *οδjω), ὀσμή.[1]
Επίθημα
επεξεργασία-ώδης, -ης, -ες
- (αρχικά) παραγωγική κατάληξη επιθέτων που φανέρωνων οσμή
- και επέκταση σε επίθετα, με σημασία ιδιότητα ή μορφή όπως δηλώνεται στο πρώτο συνθετικό
Σύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ώδης στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -ώδης @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.