ελώδης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ελώδης | ελώδης | ελώδες |
γενική | ελώδους | ελώδους | ελώδους |
αιτιατική | ελώδη | ελώδη | ελώδες |
κλητική | ελώδη(ς) | ελώδης | ελώδες |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ελώδεις | ελώδεις | ελώδη |
γενική | ελωδών | ελωδών | ελωδών |
αιτιατική | ελώδεις | ελώδεις | ελώδη |
κλητική | ελώδεις | ελώδεις | ελώδη |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ελώδης, -ης, -ες
- (για περιοχή) που καλύπτεται από έλη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ελώδης