Δείτε επίσης: ἑλώδης
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελώδης η ελώδης το ελώδες
      γενική του ελώδους της ελώδους του ελώδους
    αιτιατική τον ελώδη την ελώδη το ελώδες
     κλητική ελώδη(ς) ελώδης ελώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελώδεις οι ελώδεις τα ελώδη
      γενική των ελωδών των ελωδών των ελωδών
    αιτιατική τους ελώδεις τις ελώδεις τα ελώδη
     κλητική ελώδεις ελώδεις ελώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
ελώδης περιοχή στη Νέα Ζηλανδία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑλώδης. Συγχρονικά αναλύεται σε έλ(ος) + -ώδης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈlo.ðis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐λώ‐δης

  Επίθετο

επεξεργασία

ελώδης, -ης, -ες

  • (για περιοχή) που καλύπτεται από έλη

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη έλος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία