διαγλωσσικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαγλωσσικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική translingual < δια- + γλωσσικός < διαγλωσσική ορολογία / λατινική trans + διαγλωσσική ορολογία / λατινική lingua
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.ɣlo.siˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐γλωσ‐σι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
διαγλωσσικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) που υπάρχει σε πολλές γλώσσες
Εκφράσεις επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γλώσσα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- διεθνής
- διεθνισμός (γλωσσολογία)
- Διαγλωσσικοί όροι στο Βικιλεξικό
Επίσης
- Διεθνείς όροι στο Βικιλεξικό