διεθνής
![]() |
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.ɛθ.ˈnis/
ΕπίθετοΕπεξεργασία
διεθνής, -ής, -ές
- που περιλαμβάνει τη συμμετοχή πολλών εθνών
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- διεθνές δίπλωμα οδήγησης
- διεθνές δίκαιο
- Διεθνές Δικαστήριο
- διεθνές κύρος
- διεθνή ύδατα
- διεθνή στενά
- Διεθνής Αερολιμένας
- διεθνής κατάσταση
- διεθνής κοινότητα
- διεθνής πολιτική σκηνή
- διεθνής τύπος
- διεθνούς φήμης
Όροι
Επεξεργασία
- αποδιεθνοποίηση
- αποδιεθνοποιώ
- διεθνικός
- διεθνισμός
- διεθνιστής
- διεθνιστικός
- διεθνίστρια
- διεθνολογία
- διεθνολόγος
- διεθνοποίηση
- διεθνοποιώ
- διεθνώς
- → δείτε τις λέξεις: διά και έθνος
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διεθνής
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διεθνής αρσενικό ή θηλυκό
- (γενικότερα) αθλητής ή παίκτης που συμμετείχε σε εθνική ομάδα
- (ειδικότερα) (σκάκι, μπριτζ) τίτλος παίκτη που έχει κερδίσει σε διεθνείς αγώνες και έχει συγκεντρώσει κάποια συγκεκριμένη ελάχιστη βαθμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διεθνής θηλυκό
- άλλη γραφή του: Διεθνής