Δείτε επίσης: διεθνής
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Διεθνής
      γενική της Διεθνούς
    αιτιατική τη Διεθνή
     κλητική Διεθνή
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Διεθνής < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου διεθνής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική International

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Διεθνής θηλυκό

  1. (πολιτική) κάθε μία από τις τέσσερεις διεθνείς ενώσεις κομμουνιστικών ή σοσιαλιστικών εθνικών κομμάτων
    ⮡  η Τρίτη Διεθνής ιδρύθηκε από το Λένιν
  2. παγκόσμιος ύμνος των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κινημάτων και κομμάτων

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία