Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

διεθνούς αρσενικό ή θηλυκό, ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του διεθνής
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (διεθνές) του διεθνής