έθνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έθνος | τα | έθνη |
γενική | του | έθνους | των | εθνών |
αιτιατική | το | έθνος | τα | έθνη |
κλητική | έθνος | έθνη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έθνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔθνος και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική nation[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈe.θnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐θνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέθνος ουδέτερο
- σύνολο ατόμων που έχουν αντίληψη κοινής ιστορικής, κοινωνικής, πολιτισμικής κτλ. παράδοσης, έχουν ή διεκδικούν αυτόνομη πολιτική συγκρότηση και κατοικούν σε καθορισμένη εδαφική έκταση
- → και δείτε τη λέξη έθνη
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- (ιστορία) η χρήση της λέξης στον πληθυντικό, τα έθνη, μπορεί να αναφέρεται και στους ειδωλολάτρες, τους άλλοτε λεγόμενους και εθνικούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία έθνος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ έθνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας