εθνοφυλακή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.θno.fi.laˈci/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εθνοφυλακή θηλυκό
- στρατιωτική δύναμη για την αντιμετώπιση έκτακτων εσωτερικών κινδύνων