Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εθνοφυλακή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Συνώνυμα
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εθνοφυλακ
ή
οι
εθνοφυλακ
ές
γενική
της
εθνοφυλακ
ής
των
εθνοφυλακ
ών
αιτιατική
την
εθνοφυλακ
ή
τις
εθνοφυλακ
ές
κλητική
εθνοφυλακ
ή
εθνοφυλακ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εθνοφυλακή
<
έθνος
+
φυλακή
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.θno.fi.laˈci
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εθνοφυλακή
θηλυκό
στρατιωτική
δύναμη
για την αντιμετώπιση έκτακτων εσωτερικών κινδύνων
Συγγενικά
επεξεργασία
εθνοφύλακας
Συνώνυμα
επεξεργασία
εθνοφρουρά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εθνοφυλακή
γαλλικά
:
garde
(fr)
nationale