Ετυμολογία

επεξεργασία
garde < παλαιά γαλλική warde

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡaʁd/
 

  Ουσιαστικό 1

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
garde gardes

garde (fr) θηλυκό

  1. η φύλαξη, η φρούρηση
  2. η φρουρά, το καραούλι

  Ουσιαστικό 2

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
garde gardes

garde (fr) αρσενικό