Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό 1

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
garde gardes

garde (fr) θηλυκό

  1. η φύλαξη, η φρούρηση
  2. η φρουρά, το καραούλι

Ουσιαστικό 2

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
garde gardes

garde (fr) αρσενικό