φρουρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φρουρά | οι | φρουρές |
γενική | της | φρουράς | των | φρουρών |
αιτιατική | τη | φρουρά | τις | φρουρές |
κλητική | φρουρά | φρουρές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φρουρά < αρχαία ελληνική φρουρά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφρουρά θηλυκό
- στρατιωτική μονάδα ή απόσπασμα στρατιωτών ή αστυνομικών που φρουρεί ένα κτήριο ή μια τοποθεσία ή ένα δημόσιο πρόσωπο
- γενιά
- αποσύρεται σιγα σιγά η παλιά φρουρά των πολιτικών
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φρουρώ