γενιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γενιά | οι | γενιές |
γενική | της | γενιάς | των | γενιών |
αιτιατική | τη | γενιά | τις | γενιές |
κλητική | γενιά | γενιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γενιά < αρχαία ελληνική γενεά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγενιά θηλυκό
- το γένος
- το σύνολο ανθρώπων της ίδιας ηλικίας σε σχέση με τους προγόνους και τους απογόνους του
- παππούς, πατέρας και εγγονός στην ίδια φωτογραφία· τρεις γενιές μαζί
- η γενιά μας γνώρισε την ανάπτυξη του διαδικτύου
- (τέχνη) το σύνολο συγγραφέων, ποιητών κ.λπ. που πρωτοδημοσίευσαν το πρώτο τους έργο την ίδια χρονική περίοδο
- η γενιά του '30
Μεταφράσεις
επεξεργασία γενιά