γενεά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γενεά | οι | γενεές |
γενική | της | γενεάς | των | γενεών |
αιτιατική | τη | γενεά | τις | γενεές |
κλητική | γενεά | γενεές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γενεά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γενεά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγενεά θηλυκό
- η γενιά, οι άνθρωποι που ανήκουν σε μια ηλικιακή ομάδα
- ⮡ το χάσμα των γενεών
- το διάστημα μιας γενιάς, περίπου μία τριακονταετία ή το ένα τρίτο του αιώνα, η περίοδος από τη γέννηση κάποιου μέχρι την ηλικία των 30-32 ετών, οπότε τα παιδιά του (ή τα παιδιά των συνομηλίκων του) είναι σε φάση που μαθαίνουν πώς θα πάρουν τη σκυτάλη από τη γενιά των γονέων τους, πώς θα έρθουν σύντομα εκείνα "στα πράγματα'
- βαθμός συγγένειας
Εκφράσεις
επεξεργασία- περνάω γενεές δεκατέσσερις (κάποιον/κάποια)
Μεταφράσεις
επεξεργασία γενεά
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γενεά' < ρίζα γεν του ρήματος γίγνομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγενεά θηλυκό ( & ιωνικός τύπος γενεή )
- οικογένεια, καταγωγή
- Πριάμου γενεά
- καταγωγή
- Αἰτωλὸς γενεήν (Αιτωλος από καταγωγή)
- εθνικότητα
- Περσῶν γενεά (το γένος)
- φυλή
- πατριὰ καὶ γενεά
- οι θνητοί, η ιστορία των ανθρώπων, σε αντιδιαστολή προς των θεών, το ανθρώπινο είδος
- γενεά ἀνθρωπηΐη (Ηρόδοτος)
- τρόπος χρονολόγησης
- κατὰ τρίτην γενεὴν τὴν ἀπ᾽ ἐμέο (πριν από 100 χρόνια)
- ηλικία
- γενεῆφι νεώτατος
- γέννηση, τόπος γέννησης
- γενεὴ δέ τοί ἐστ᾽ ἐπὶ λίμνῃ Γυγαίῃ
- γενιά (τρεις γενεές ήταν και παραμένει το διάστημα ενός αιώνα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- γενεά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γενεά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.