Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γενεαλογέω < γενεαλόγος < γενεά και λέγω

  Ρήμα επεξεργασία

γενεαλογέω-γενεαλογῶ