ανιχνεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανιχνεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνιχνεύω < ἀν- (ἀνά) ἰχνεύω < ἴχνος.
Ρήμα
επεξεργασίαανιχνεύω (παθητική φωνή: ανιχνεύομαι)
- ψάχνω τα ίχνη, διερευνώ, εξετάζω, εξακριβώνω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανίχνευση
- ανιχνεύσιμος
- ανιχνευτήρας
- ανιχνευτής
- ανιχνευτικά
- ανιχνευτικό
- ανιχνευτικός
- ανιχνεύτρια
- → δείτε τη λέξη ίχνος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανιχνεύω | ανίχνευα | θα ανιχνεύω | να ανιχνεύω | ανιχνεύοντας | |
β' ενικ. | ανιχνεύεις | ανίχνευες | θα ανιχνεύεις | να ανιχνεύεις | ανίχνευε | |
γ' ενικ. | ανιχνεύει | ανίχνευε | θα ανιχνεύει | να ανιχνεύει | ||
α' πληθ. | ανιχνεύουμε | ανιχνεύαμε | θα ανιχνεύουμε | να ανιχνεύουμε | ||
β' πληθ. | ανιχνεύετε | ανιχνεύατε | θα ανιχνεύετε | να ανιχνεύετε | ανιχνεύετε | |
γ' πληθ. | ανιχνεύουν(ε) | ανίχνευαν ανιχνεύαν(ε) |
θα ανιχνεύουν(ε) | να ανιχνεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανίχνευσα | θα ανιχνεύσω | να ανιχνεύσω | ανιχνεύσει | ||
β' ενικ. | ανίχνευσες | θα ανιχνεύσεις | να ανιχνεύσεις | ανίχνευσε | ||
γ' ενικ. | ανίχνευσε | θα ανιχνεύσει | να ανιχνεύσει | |||
α' πληθ. | ανιχνεύσαμε | θα ανιχνεύσουμε | να ανιχνεύσουμε | |||
β' πληθ. | ανιχνεύσατε | θα ανιχνεύσετε | να ανιχνεύσετε | ανιχνεύστε | ||
γ' πληθ. | ανίχνευσαν ανιχνεύσαν(ε) |
θα ανιχνεύσουν(ε) | να ανιχνεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανιχνεύσει | είχα ανιχνεύσει | θα έχω ανιχνεύσει | να έχω ανιχνεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανιχνεύσει | είχες ανιχνεύσει | θα έχεις ανιχνεύσει | να έχεις ανιχνεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανιχνεύσει | είχε ανιχνεύσει | θα έχει ανιχνεύσει | να έχει ανιχνεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανιχνεύσει | είχαμε ανιχνεύσει | θα έχουμε ανιχνεύσει | να έχουμε ανιχνεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανιχνεύσει | είχατε ανιχνεύσει | θα έχετε ανιχνεύσει | να έχετε ανιχνεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανιχνεύσει | είχαν ανιχνεύσει | θα έχουν ανιχνεύσει | να έχουν ανιχνεύσει |
|