ανιχνευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανιχνευτής < ανιχνεύω + -τής < αρχαία ελληνική ἀνιχνεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανιχνευτής αρσενικό
- στρατιώτης με αποστολή την ανίχνευση
- συσκευή που ανιχνεύει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ίχνος