στρατιώτης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στρατιώτης < αρχαία ελληνική στρατιώτης. Συγχρονικά αναλύεται ως στρατι(ά) + -ώτης.
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /stɾa.ti.ˈɔ.tis/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στρατιώτης αρσενικό (θηλυκό στρατιωτίνα)
- κάποιος που υπηρετεί στο στρατό (κυρίως στο στρατό ξηράς) και έχει τον κατώτατο βαθμό στη στρατιωτική ιεραρχία
- φαντάρος (οικείο)
- (ειδικότερα) πολίτης που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία
- (κατ' επέκταση) οποιοσδήποτε στρατιωτικός, ανεξαρτήτως βαθμού (με την έννοια ότι η στρατιωτική του υπηρεσία έχει γι' αυτόν πολύ μεγάλη σημασία)
- το απλό πιόνι στο σκάκι
Επεξεργασία
- στρατιά
- στρατιωτικός
- στρατιωτίνα
- → και δείτε τη λέξη στρατός
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
στρατιώτης
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ονομαστική | στρατιώτης | στρατιώτα | στρατιῶται |
Γενική | στρατιώτου | στρατιώταιν | στρατιωτῶν |
Δοτική | στρατιώτῃ | στρατιώταιν | στρατιώταις |
Αιτιατική | στρατιώτην | στρατιώτα | στρατιώτας |
Κλητική | στρατιῶτα | στρατιώτα | στρατιῶται |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στρατιώτης αρσενικό (θηλυκό στρατιῶτις ως επίθετο)
- πολίτης σε στρατιωτική υπηρεσία
- (γενικότερα) στρατιώτης, πολεμιστής
- (ελληνιστική ) μισθοφόρος
- ποτάμιος στρατιώτης: αιγυπτιακό υδρόβιο φυτό
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- στρατιώτης στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «στρατιώτης» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.