Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρατιώτης οι στρατιώτες
      γενική του στρατιώτη των στρατιωτών
    αιτιατική τον στρατιώτη τους στρατιώτες
     κλητική στρατιώτη στρατιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στρατιώτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρατιώτης.[1] Συγχρονικά αναλύεται ως στρατι(ά) + -ώτης.

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /stɾaˈtço.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐τιώ‐της
ΔΦΑ : /stɾa.tiˈo.tis/ (παρωχημένη προφορά)
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρα‐τι‐ώ‐της

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

στρατιώτης αρσενικό (θηλυκό στρατιωτίνα)

  1. (στρατιωτικός βαθμός) κάποιος που υπηρετεί στο στρατό (κυρίως στο στρατό ξηράς) και έχει τον κατώτατο βαθμό στη στρατιωτική ιεραρχία
    φαντάρος (οικείο)
  2. (ειδικότερα) πολίτης που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία
     συνώνυμα: φαντάρος
  3. (κατʼ επέκταση) οποιοσδήποτε στρατιωτικός, ανεξαρτήτως βαθμού (με την έννοια ότι η στρατιωτική του υπηρεσία έχει γι' αυτόν πολύ μεγάλη σημασία)
  4. το απλό πιόνι στο σκάκι

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στρατιώτης οἱ στρατιῶται
      γενική τοῦ στρατιώτου τῶν στρατιωτῶν
      δοτική τῷ στρατιώτ τοῖς στρατιώταις
    αιτιατική τὸν στρατιώτην τοὺς στρατιώτᾱς
     κλητική ! στρατιῶτ στρατιῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρατιώτ
γεν-δοτ τοῖν  στρατιώταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

στρατιώτης < στρατι(ά) (στρατός) + -ώτης

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

στρατιώτης αρσενικό (θηλυκό στρατιῶτις ως επίθετο)

  1. πολίτης σε στρατιωτική υπηρεσία
  2. (γενικότερα) στρατιώτης, πολεμιστής
  3. (ελληνιστική σημασία) μισθοφόρος
  4. ποτάμιος στρατιώτης: αιγυπτιακό υδρόβιο φυτό

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία