Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στρατιῶτις < θηλυκό του στρατιώτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στρατιῶτις θηλυκό

  1. (ως επίθετο θηλυκού γένους) στρατιωτική
  2. πλοίο με στρατιώτες ("στρατιῶτις ναῦς")

  Αναφορές επεξεργασία

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 1437