ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἡμιστρατιώτης οἱ ἡμιστρατιῶται
      γενική τοῦ ἡμιστρατιώτου τῶν ἡμιστρατιωτῶν
      δοτική τῷ ἡμιστρατιώτ τοῖς ἡμιστρατιώταις
    αιτιατική τὸν ἡμιστρατιώτην τοὺς ἡμιστρατιώτᾱς
     κλητική ! ἡμιστρατιῶτ ἡμιστρατιῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἡμιστρατιώτ
γεν-δοτ τοῖν  ἡμιστρατιώταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἡμιστρατιώτης < ἡμι- + στρατιώτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἡμιστρατιώτης αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία