• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μισθοφόρος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μισθοφόρος οι μισθοφόροι
      γενική του μισθοφόρου των μισθοφόρων
    αιτιατική τον μισθοφόρο τους μισθοφόρους
     κλητική μισθοφόρε μισθοφόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μισθοφόρος < αρχαία ελληνική μισθοφόρος < μισθ(ός) + -ο- + -φόρος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μισθοφόρος αρσενικό

  • (επάγγελμα) στρατιώτης που υπηρετεί σε στρατό ξένης χώρας και πληρώνεται για υπηρεσίες του

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • μισθοφορικός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    μισθοφόρος
  • αγγλικά : mercenary (en)
  • γαλλικά : mercenaire (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μισθοφόρος&oldid=5492479"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 07:51

Γλώσσες

    • Deutsch
    • English
    • Français
    • Polski
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Φεβρουαρίου 2022, στις 07:51.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie