mercenary
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mercenary | mercenaries |
Ετυμολογία επεξεργασία
- mercenary < λατινική mercenarius < merces
Επίθετο επεξεργασία
mercenary (en)
Συνώνυμα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
mercenary (en)
ενικός | πληθυντικός |
mercenary | mercenaries |
mercenary (en)
mercenary (en)