• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

greedy

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Σύνθετα

Αγγλικά (en)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
greedy < μέση αγγλική gredy < αγγλοσαξονική grædig < πρωτογερμανική *grēdagaz (νηστικός)

Επίθετο

επεξεργασία

greedy (en)

  • άπληστος

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • gluttonous
  • acquisitive
  • avaricious
  • covetous
  • edacious
  • esurient
  • grasping
  • piggish
  • rapacious
  • selfish
  • sordid

Συγγενικά

επεξεργασία
  • greed

Σύνθετα

επεξεργασία
  • greediness
  • greedy-guts
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=greedy&oldid=5625588"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Νοεμβρίου 2022, στις 08:53

Γλώσσες

    • العربية
    • Català
    • Cymraeg
    • Dansk
    • Deutsch
    • English
    • Español
    • Eesti
    • فارسی
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • Italiano
    • 日本語
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • Kurdî
    • Malagasy
    • മലയാളം
    • မြန်မာဘာသာ
    • Oromoo
    • Polski
    • Русский
    • Sängö
    • Simple English
    • Gagana Samoa
    • Svenska
    • தமிழ்
    • తెలుగు
    • ไทย
    • Türkçe
    • اردو
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Νοεμβρίου 2022, στις 08:53.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας