greedy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- greedy < μέση αγγλική gredy < αγγλοσαξονική grædig < πρωτογερμανική *grēdagaz (νηστικός)
Επίθετο
επεξεργασίαgreedy (en)
Συνώνυμα
επεξεργασία- gluttonous
- acquisitive
- avaricious
- covetous
- edacious
- esurient
- grasping
- piggish
- rapacious
- selfish
- sordid