selfish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | selfish |
συγκριτικός | more selfish |
υπερθετικός | most selfish |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαselfish (en)
- εγωιστικός, εγωιστής
- ⮡ selfish behavior - εγωιστική συμπεριφορά
- ⮡ His brother seemed to be selfish.
- Ο αδελφός του φάνηκε να είναι εγωιστής.
- ≈ συνώνυμα: egocentric, self-centered, → δείτε τη λέξη greedy