εγωιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εγωιστικός < εγωιστής
Επίθετο
επεξεργασία
εγωιστικός, -ή, -ό
Συνώνυμα
επεξεργασία- εγωισταίος - που συσχετίζεται στενά με τον εγωιστή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγωιστικός