Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγωιστικός η εγωιστική το εγωιστικό
      γενική του εγωιστικού της εγωιστικής του εγωιστικού
    αιτιατική τον εγωιστικό την εγωιστική το εγωιστικό
     κλητική εγωιστικέ εγωιστική εγωιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγωιστικοί οι εγωιστικές τα εγωιστικά
      γενική των εγωιστικών των εγωιστικών των εγωιστικών
    αιτιατική τους εγωιστικούς τις εγωιστικές τα εγωιστικά
     κλητική εγωιστικοί εγωιστικές εγωιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγωιστικός < εγωιστής

  Επίθετο επεξεργασία

εγωιστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία