μισθοφορικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μισθοφορικός < ελληνιστική κοινή μισθοφορικός < αρχαία ελληνική μισθοφόρος < μισθός + φέρω
Επίθετο επεξεργασία
μισθοφορικός
- που έχει σχέση με μισθοφόρος, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
μισθοφορικός