Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιόνι τα πιόνια
      γενική του πιονιού των πιονιών
    αιτιατική το πιόνι τα πιόνια
     κλητική πιόνι πιόνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιόνι < (λόγιο δάνειο) γαλλική pion[1] + < μέση γαλλική pionier (=πεζικάριος) < παλαιά γαλλικά peonier < peon (=πεζικάριος) < υστερολατινική pedo < pes < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pṓds

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιόνι ουδέτερο

  1. (σκάκι) ο στρατιώτης στο σκάκι
  2. (συνεκδοχικά) καθένα από τα 32 κομμάτια του σκακιού
  3. το πούλι ενός επιτραπέζιου παιχνιδιού
  4. (μεταφορικά) κάποιος που παρασύρεται ή ποδηγετείται από άλλους

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία