πιόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιόνι | τα | πιόνια |
γενική | του | πιονιού | των | πιονιών |
αιτιατική | το | πιόνι | τα | πιόνια |
κλητική | πιόνι | πιόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πιόνι < (λόγιο δάνειο) γαλλική pion[1] + -ι < μέση γαλλική pionier (=πεζικάριος) < παλαιά γαλλικά peonier < peon (=πεζικάριος) < υστερολατινική pedo < pes < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pṓds
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιόνι ουδέτερο
- (σκάκι) ο στρατιώτης στο σκάκι
- (συνεκδοχικά) καθένα από τα 32 κομμάτια του σκακιού
- το πούλι ενός επιτραπέζιου παιχνιδιού
- (μεταφορικά) κάποιος που παρασύρεται ή ποδηγετείται από άλλους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πιόνι
|
- ↑ πιόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας