πιονιέρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιονιέρος < γαλλική pionnier < μέση γαλλική pionier (=πεζικάριος) < παλαιά γαλλικά peonier < peon (=πεζικάριος) < υστερολατινική pedo < pes < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pṓds· συγγενές με το (γαλλικά) pion > (νέα ελληνική) πιόνι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιονιέρος αρσενικό (θηλυκό: πιονιέρισσα)
- αυτός που πρωτοπορεί
- Με τις φάτσες των υπολοίπων επιβατών ολοκληρώνεται μια ανθρωπογεωγραφία της Άγριας Δύσης: πιονιέροι, άξεστοι τυχοδιώκτες και μεθύστακες κυνηγοί, φανατισμένοι ιεραπόστολοι που ξορκίζουν τους ειδωλολάτρες «κοκκινομούρηδες». (*)
- (σε κομμουνιστικές χώρες) μέλος μιας ομάδας παιδιών, που κατευθύνεται από το κράτος