Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιονέρος οι πιονέροι
      γενική του πιονέρου των πιονέρων
    αιτιατική τον πιονέρο τους πιονέρους
     κλητική πιονέρε πιονέροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιονέρος < αγγλική pioneer

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιονέρος αρσενικό

  • άλλη μορφή του πιονιέρος
    Δυστυχώς, την Ιστορία δεν τη γράφουν οι πιονέροι. Γράφεται από τους μεταγενέστερους. Οι οποίοι συνήθως ξεχνούν. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία