Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκαπανέας οι σκαπανείς
      γενική του σκαπανέα
σκαπανέως
των σκαπανέων
    αιτιατική τον σκαπανέα τους σκαπανείς
     κλητική σκαπανέα σκαπανείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκαπανέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκαπανεύς (σκαφτιάς) < σκαπάνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκαπανέας αρσενικό

  1. (σπάνιο, επάγγελμα) πρόσωπο που εργάζεται με τη σκαπάνη, που έχει ως κύριο εργαλείο της δουλειάς του τη σκαπάνη, σκαφτιάς
  2. (στρατιωτικός όρος) ειδικότητα στο στρατό ξηράς, κυρίως στο Μηχανικό
    στη μονάδα υπήρχαν και δύο σκαπανείς Πεζικού
  3. (συνεκδοχικά) στρατιώτης του Μηχανικού
  4. (μεταφορικά, αρσενικό ή θηλυκό) πρωτοπόρος, αυτός που ανοίγει δρόμους σε έναν τομέα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σκαπανέας οι σκαπανείς
      γενική του
του/της
σκαπανέα
σκαπανέως
των σκαπανέων
    αιτιατική τον/τη σκαπανέα τους/τις σκαπανείς
     κλητική σκαπανέα σκαπανείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία