• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

σκαπάνη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Υπώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκαπάνη οι σκαπάνες
      γενική της σκαπάνης των σκαπανών
    αιτιατική τη σκαπάνη τις σκαπάνες
     κλητική σκαπάνη σκαπάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
σκαπάνη < (ελληνιστική κοινή) σκαπάνη < σκάπτω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκαπάνη θηλυκό

  1. εργαλείο για σκάψιμο
  2. η αρχαιολογική σκαπάνη: το ανασκαφικό έργο ενός αρχαιολόγου

Υπώνυμα

επεξεργασία
  • αξίνα
  • κασμάς
  • τσάπα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • σκαπανέας
  • σκάπτω, σκάβω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    σκαπάνη
  • αγγλικά : hoe (en)
  • γαλλικά : pioche (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=σκαπάνη&oldid=6520107"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Δεκεμβρίου 2023, στις 20:16

Γλώσσες

    • English
    • Italiano
    • Malagasy
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Δεκεμβρίου 2023, στις 20:16.
    • Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας