αξίνα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αξίνα | οι | αξίνες |
γενική | της | αξίνας | των | αξινών |
αιτιατική | την | αξίνα | τις | αξίνες |
κλητική | αξίνα | αξίνες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αξίνα < μεσαιωνική ελληνική ἀξίνα < αρχαία ελληνική ἀξίνη [1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αξίνα θηλυκό
- σκαπτικό εργαλείο με ξύλινη λαβή και μεταλλικό εξάρτημα, που έχει δύο άκρες, μία μυτερή και μια πλατιά
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- αξινάρ (ποντιακά)
- αξίνα στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «αξίνα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.