κασμάς
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κασμάς | οι | κασμάδες |
γενική | του | κασμά | των | κασμάδων |
αιτιατική | τον | κασμά | τους | κασμάδες |
κλητική | κασμά | κασμάδες | ||
όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κασμάς αρσενικό
- η αξίνα
- (μεταφορικά) (λαϊκότροπο) άνθρωπος μειωμένης εξυπνάδας