γκασμάς
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γκασμάς | οι | γκασμάδες |
γενική | του | γκασμά | των | γκασμάδων |
αιτιατική | τον | γκασμά | τους | γκασμάδες |
κλητική | γκασμά | γκασμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- γκασμάς < κασμάς, με ηχηροποίηση του [k] > [ɡ] από συμπροφορά με την αιτιατική άρθρου «έναν/τον κασμά» [toŋ‿ɡaˈzma > to‿ɡaˈzma]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡaˈzmas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκα‐σμάς
Ουσιαστικό
γκασμάς αρσενικό
Πηγές
- Ο τύπος, όπως στο: γκασμάς — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- Η ετυμολογία, όπως και στο γκαντέμης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας