πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηχηροποίηση οι ηχηροποιήσεις
      γενική της ηχηροποίησης* των ηχηροποιήσεων
    αιτιατική την ηχηροποίηση τις ηχηροποιήσεις
     κλητική ηχηροποίηση ηχηροποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ηχηροποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηχηροποίηση θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία