Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποηχηροποίηση οι αποηχηροποιήσεις
      γενική της αποηχηροποίησης* των αποηχηροποιήσεων
    αιτιατική την αποηχηροποίηση τις αποηχηροποιήσεις
     κλητική αποηχηροποίηση αποηχηροποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποηχηροποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποηχηροποίηση < απο- + ηχηροποίηση (ηχηρ(ός) + -ο- + -ποίη(σις) -ποίηση), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική devoicing[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.po.i.çi.ɾoˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐η‐χη‐ρο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αποηχηροποίηση θηλυκό

Ταυτόσημο επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ήχος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία