άηχος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άηχος < (λόγιο) ελληνιστική κοινή ἄηχος. Συγχρονικά αναλύεται σε ά- στερητικό + ήχ(ος) + -ος
- για τον όρο της φωνητικής < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sourd[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.i.xɔs/
- συλλαβισμός : ά‐η‐χος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
άηχος
- που δεν βγάζει ήχο
- (γλωσσολογία, φωνητική) φθόγγος κατά την εκφώνηση του οποίου οι φωνητικές χορδές δεν πάλλονται
- τα σύμφωνα [k], [p], [t], [s] είναι άηχα ενώ τα αντίστοιχά τους [g], [b], [d], [z] είναι ηχηρά
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- αηχοποίηση
- και → δείτε τη λέξη ήχος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χωρίς ήχο
όρος της φωνητικής
Επεξεργασία
- ↑ «άηχος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.