↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άηχο σύμφωνο τα άηχα σύμφωνα
      γενική του άηχου συμφώνου των άηχων συμφώνων
    αιτιατική το άηχο σύμφωνο τα άηχα σύμφωνα
     κλητική άηχο σύμφωνο άηχα σύμφωνα
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άηχο σύμφωνο < → δείτε τις λέξεις άηχος και σύμφωνο, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική sourd από τον πληθυντικό sourdes (consonnes): άηχα σύμφωνα[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.i.xo ˈsiɱ.fo.no/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

άηχο σύμφωνο ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ήχος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία