• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

sourd

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίθετο
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Σύνθετα

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sourd < surt < λατινική surdus

  Προφορά

επεξεργασία
ⓘ  (βοήθεια·αρχείο)

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sourd sourds
θηλυκό sourde sourdes

sourd (fr)

  1. κουφός (με πρόβλημα ακοής)
  2. (μεταφορικά) κουφός, που αρνείται να ακούσει επιχειρήματα, εκκλήσεις κλπ
  3. (για ήχους) βαθύς, υπόκωφος
  4. (φωνητική) άηχος (για σύμφωνα)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • sourd - sourde
  • sourdement
  • sourdine
  • sourdingue
  • surdimutité
  • surdité

Σύνθετα

επεξεργασία
  • sourd-muet - sourd-muette
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=sourd&oldid=5246394"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 18:06

Γλώσσες

    • Azərbaycanca
    • Brezhoneg
    • Català
    • Corsu
    • Čeština
    • Deutsch
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Galego
    • Magyar
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • Italiano
    • 한국어
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Norsk
    • Occitan
    • Polski
    • Русский
    • Sängö
    • Svenska
    • Türkçe
    • Tiếng Việt
    • Walon
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 18:06.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας