sourd
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sourd | sourds |
θηλυκό | sourde | sourdes |
sourd (fr)
- κουφός (με πρόβλημα ακοής)
- (μεταφορικά) κουφός, που αρνείται να ακούσει επιχειρήματα, εκκλήσεις κλπ
- (για ήχους) βαθύς, υπόκωφος
- (φωνητική) άηχος (για σύμφωνα)