Ετυμολογία

επεξεργασία
surdité < sourdité < λατινική surditas

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
surdité surdités

surdité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία