surdimutité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- surdimutité < surdité + mutité < sourd-muet
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
surdimutité | surdimutités |
surdimutité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
surdimutité | surdimutités |
surdimutité (fr) θηλυκό